Σύμφωνα με την εισαγγελική παραγγελία, στο επίκεντρο της έρευνας θα βρεθούν οι πράξεις της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (ξέπλυμα βρόμικου χρήματος). Η έρευνα ανατέθηκε στην Υποδιεύθυνση Εγκλημάτων Κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης.
Η προκαταρκτική έρευνα παραγγέλθηκε λίγες μέρες μετά την καταδίκη, από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, έξι Ρουμάνων που κρίθηκαν ένοχοι για σωρεία κλοπών από ναούς της Βόρειας Ελλάδας.
Ανάμεσα στους ναούς - στόχους της σπείρας, ήταν το πατριαρχικό μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας, απ’ όπου τα μέλη της αφαίρεσαν, τον Απρίλιο του 2012, τα λείψανα της ομώνυμης αγίας, η τύχη των οποίων εξακολουθεί να αγνοείται και έκτοτε το μοναστήρι είναι βυθισμένο στο πένθος.
Το δικαστήριο, εξετάζοντας την υπόθεση σε δεύτερο βαθμό, επέβαλε στους κατηγορούμενους ποινές κάθειρξης που φθάνουν τα δέκα έτη.
Κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσαν ιερωμένοι, που απηύθυναν έκκληση για την επιστροφή των ιερών λειψάνων, επισημαίνοντας την ανεκτίμητη, από θρησκευτική άποψη, αξία τους.
Μάταιη αποδείχθηκε η προσπάθεια του δικαστηρίου να αποσπάσει από τους κατηγορούμενους κάποια πληροφορία που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από τις διωκτικές αρχές προς την κατεύθυνση του εντοπισμού των λειψάνων. Ένας εκ των κατηγορουμένων, σε σχετική ερώτηση από έδρας, απάντησε ότι «τα πετάξαμε στα σκουπίδια», ενώ συγκατηγορούμενός του είπε ότι «τα στείλαμε με λεωφορεία στο εξωτερικό», δίχως όμως να αποκαλύψει τον τελικό προορισμό.
Ρασοφόροι που παρέστησαν στο δικαστήριο διατύπωσαν την άποψη ότι πουλήθηκαν έναντι αδρής αμοιβής σε χώρα της Ανατολικής Ευρώπης, όπου -σύμφωνα με τους ίδιους- υπάρχει τάση άνθρωποι με μεγάλη οικονομική επιφάνεια να αγοράζουν λείψανα αγίων.