Την ομόφωνη αθώωση πέντε ατόμων που κατηγορούνταν για συμμετοχή σε πορεία η οποία κατέληξε επεισοδιακή, το Σεπτέμβριο του 2012, στις Σκουριές Χαλκιδικής, ενάντια στη λειτουργία των μεταλλίων χρυσού στην περιοχή, αποφάσισε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης.
Τα επεισόδια που ξέσπασαν είχαν καταγραφεί με οπτικά μέσα από αστυνομικούς και το υλικό αυτό αντιπαρατέθηκε με φωτογραφίες και βίντεο (από την ίδια διαδήλωση) που αναζητήθηκαν μέσω του διαδικτύου. Υπό αυτές τις συνθήκες, κατέστησαν κατηγορούμενοι πέντε άνδρες, τέσσερις εκ των οποίων είναι κάτοικοι της Χαλκιδικής.
Οι ίδιοι, δια των συνηγόρων τους, αμφισβήτησαν από την πρώτη στιγμή το παραπάνω υλικό της Αστυνομίας, καταγγέλλοντας ότι επρόκειτο περί προϊόντος μοντάζ. Το βαρύτατο κατηγορητήριο που συντάχθηκε εναντίον των εμπλεκόμενων προσώπων αφορούσε τα κακουργήματα της έκρηξης και της κατοχής εκρηκτικών υλών, πράξεις που, σύμφωνα με τη δικογραφία, συνδέονταν με ρίψεις αυτοσχέδιων βομβών μολότοφ εναντίον αστυνομικών.
Η ίδια δικογραφία περιελάμβανε μία σειρά από πλημμελήματα, όπως διατάραξη κοινής ειρήνης και απόπειρα πρόκλησης επικίνδυνων σωματικών βλαβών, τα οποία όμως παραγράφηκαν με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας για δικονομικούς λόγους (μη έγκαιρη επίδοση των κλητήριων θεσπισμάτων).
Στις απολογίες τους, οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν τις εις βάρος τους πράξεις, ενώ είναι χαρακτηριστικό είναι ότι ένας εξ αυτών είπε ότι δεν πήρε καν μέρος στη διαδήλωση, αφού εκείνη την μέρα, κατά τον ισχυρισμό του, συμμετείχε στις έρευνες εντοπισμού αγνοούμενου προσώπου.
Η εισαγγελέας στην αγόρευσή της, επικαλούμενη σε αρκετά σημεία την κατάθεση αστυνομικού - βασικότατου μάρτυρα κατηγορίας στην υπόθεση - δέχθηκε ότι οι περισσότεροι κατηγορούμενοι προέβησαν στη ρίψη πετρών και μόνο ένας εξ αυτών έριξε κροτίδα που όμως δεν ήταν ικανή να προκαλέσει έκρηξη, ούτε είχε σκοπό να προκαλέσει κοινό κίνδυνο.
Η ίδια εισαγγελέας, μάλιστα, δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος που είχε τον ισχυρισμό ότι δεν συμμετείχε στη διαδήλωση, πράγματι δεν ήταν "παρών", τεκμηριώνοντας τη θέση της αυτή μέσω της αντιπαραβολής φωτογραφιών, από την οποία δεν προέκυψε ταυτοποίησή του με βάση τον σωματότυπο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.