Με χορό, τραγούδι και εκατοντάδες χορευτές άνοιξαν οι καλοκαιρινές εκδηλώσεις του Πολιτιστικού Συλλόγου Ιερισσού Κλειγένης με την αναβίωση της Πιπερούς.
Ολοκληρώθηκε με επιτυχία το διήμερο των εκδηλώσεων της Πιπερούς που διοργάνωσε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Κλειγένης υπό την αιγίδα του Αριστοτελείου Πνευματικού Κέντρου. Κέφι, όμορφες μουσικές και όμορφες παρουσίες, μυρωδιές και γεύσεις από την αγιορείτικη κουζίνα και αντάμωμα φίλων μέσα από την παράδοση Όλα αυτά έκαναν την 4η χρονιά της Πιπερούς μας μοναδική!
Το έθιμο της Πιπερούς το περιγράφει γλαφυρά ο Αλκιβιάδης Κούμαρος μέσα από το περιοδικό "΄Κύτταρο" της Ιερισσού:
Όταν κινδύνευαν τα σπαρτά από την ξηρασία, εδώ στο χωριό μας, στην Ιερισσό, οι κάτοικοι ζητούσαν τη βοήθεια από τον Θεό. Με προσευχές και δεήσεις, όχι μόνο για την ξηρασία αλλά και για αρρώστιες και για την προστασία από τις ακρίδες που ερχόταν σύννεφα και κατάστρεφαν τα πάντα, ζητούσαν βοήθεια από το Θεό. Πολλές φορές πήγαιναν στην εκκλησία και μετά τη Λειτουργία, βγαίναν και κάμαν λιτανεία. Ο παπάς έβαζε το πετραχήλι κι έπαιρνε ένα δοχείο μικρό, πακρατσούδι το λέγαν. Έβαζε μέσα αγιασμένο νερό έπαιρνε και την αγιαστούρα, λίγο βασιλικό, οι άλλοι παίρναν τα μπαργιάκια, λάβαρα και όλοι οι άλλοι ξεκινούσαν για τον κάμπο, με ψαλμωδίες και προσευχές περνούσαν και άγιαζαν με τον αγιασμό όλα τα χωράφια. Αυτή η λιτανεία κρατούσε ως το μεσημέρι και μετά παίρναν το δρόμο της επιστροφής.
Ύστερα από λίγες μέρες όταν ερχόταν κανένα μπουρίνι και άρχιζε να βρέχει λέγαν «καλά που κάμαμε τη λιτανεία, αλλιώς δε θα μας έβρεχε». Υπήρχαν και κάποιες εποχές που όσες λιτανείες και να έκαμαν δεν έπεφτε ούτε σταγόνα στη γη. Τότε οι γυναίκες κάμαν την Πιπιρού. Η Βαγγελίτσα η Κώσταινα, ήταν μια γυναίκα αψηλή κι αδύνατη, αλλά ήταν τολμηρή γυναίκα. Ήταν παντρεμένη με τον Τριαντάφυλλο τον Καρά. Παιδιά δεν είχαν. Καθόταν κοντά στου Κοτσικέλη την κοπριά. Ήταν μια πλατεία εκεί που τελείωνε το μεγάλο καλντερίμι, που χώριζε το χωριό στα δύο. Εκεί πήγαιναν οι κοπέλες και χόρευαν.
Μια χρονιά είχε μεγάλη ξηρασία. Τότε η Βαγγελίτσα έμασε και τις άλλες γυναίκες να κάμουν την Πιπιρού για να βρεξ ο Θεός νερό. Όταν άκουσα ότι θα κάμουν Πιπιρού, πήγαμε μαζί με τα άλλα παιδιά να δούμε τι είναι η Πιπιρού. Όταν πήγαμε στου Κοτσικέλη την κοπριά (αυτό το όνομα της δώσαν, διότι εκεί στην κατηφόρα πετούσαν τα σκουπίδια), ήταν πολλοί μαζεμένοι. Η Βαγγελίτσα η Κώσταινα ήταν μαζί με άλλες γυναίκες και είχαν ένα κορίτσι γύρω στα 15 χρονών ξυπόλητο με ένα παλιό φουστάνι, τα μαλλιά του αχτένιστα και το τύλιγαν το σώμα του με κάτι βοτάνια. (βούλια τα λένε με φαρδιά φύλλα). Αυτό το κορίτσι μόλις το είδα το γνώρισα. Πριν τρία χρόνια καθόμουν μέσα στο σπίτι με τη μάνα μου, όταν άκουσα να χτυπάει η πόρτα ελαφρά. «Πήγαινε να δεις ποιος είναι», μου λέει η μάνα μου. Όταν άνοιξα την πόρτα μπροστά μου στεκόταν ένα κορίτσι ξυπόλητο με ένα παλιοφούστανο. Το κεφάλι το είχε κατεβασμένο και τα μαλλιά του σκέπαζαν το πρόσωπο του. Σήκωσε το κεφάλι και μου έριξε ένα βλέμμα δακρυσμένο. Το έκανα με το χέρι να περιμένει και πήγα κοντά στη μάνα μου. «Ένα κορίτσι είναι». «Α είναι για ζουτλούδ*», μου λέει και έκοψε μια φέτα ψωμί. «Πάνε να το δώσεις». Το πήγα και άπλωσε το αδύνατο χέρι το πήρε και το έβαλε στην ποδιά της. Με κοίταξε, μου είπε ένα ευχαριστώ και έφυγε.
Αυτό το κορίτσι πήραν να κάμουν Πιπιρού. Ορφανό από πατέρα και μάνα. Με τα βούλια τύλιξαν το σώμα του και τα δέσαν με σχοινιά. Το βάλαν και ένα κουβά πάνω στο κεφάλι ανάποδα και τον αφήσανε λίγο πιο πάνω για να βλέπει. Η Βαγγελίτσα το πήρε από χέρι και άρχισαν να περπατάνε στους δρόμους. Κάτω από τα μπαλκόνια σταματούσαν και τραγουδούσαν την Πιπιρού.
« Πιπιρού, Πιπιρού δροσολογού, Πιπιρού δροσολογού παρακάλεσε τον Θεό, παρακάλεσε τον Θεό για να βρεξ ο Θεός νερό, για να βρεξ ο Θεός νερό, για να ποτιστούν τα στάργια, για να ποτιστούν τα στάργια τα κριθάρια να γεμίσουνε τα αμπάρια, να γεμίσουνε τα αμπάρια.» Όταν ήταν κάτω από τα μπαλκόνια και τραγουδούσαν όλες μαζί το τραγούδι της Πιπιρούς, η Πιπιρού έκαμε κινήσεις πότε δεξιά, πότε αριστερά και οι κυρίες από τα μπαλκόνια βγαίναν με μια κούπα γεμάτη νερό, γέμιζαν τη χούφτα του χεριού τους και ράντιζαν την Πιπιρού. Δίναν ότι είχε ευχαρίστηση η κάθε μία, πότε ψωμί ή όσπρια, τα βάζαν μέσα στις τρόκνιες και πήγαιναν σε άλλο μπαλκόνι. Πάντα προτιμούσαν τους γεωργούς. Έτσι περνούσαν σε πολλές γειτονιές. Όταν περνούσαν στο σπίτι της Βαγγελίτσας γινόταν η μοιρασιά από όσα μάζευαν, όλα εξίσου.
Χρόνια περασμένα Χρόνια ξεχασμένα Όπως το σαράνταένα. Να αμπαρώνουμε τις πόρτες τα βράδια Και να κοιμόμαστε μες στα σκοτάδια Με τα στομάχια άδεια Και το πρωί όταν ξυπνάμε να ζητάμε Κάτι για να φάμε να μην πεινάμε.
(Αλκιβιάδης Κούμαρος, "ΚΥΤΤΑΡΟ" ΙΕΡΙΣΣΟΥ (ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΝΤΥΠΟ )·ΔΕΥΤΕΡΑ, 13 ΙΟΥΝΙΟΥ 2016, ”Κύτταρο Ιερισσού”τεύχος 10 σελ.15)