Με λαμπρότητα γιόρτασε το Γομάτι τους Αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες και το πρωί της Κυριακής τελέσθηκε αρχιερατική Θ. Λειτουργία ιερουργούντος του Μητροπολίτου Ιερισσού, κ.κ. Θεοκλήτου.
Τις λεπτομέρειες της ιεράς πανήγυρης επιμελήθηκε αρχιμ. π. Διονύσιος Βάραγκας. Όλων των ακολουθιών προέστη ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου κ.κ. Θεόκλητος, πλαισιούμενος από τον αρχιμ. π. Χριστόδουλο Στυλιανό, προϊστάμενο του Ιερού Ναού Αγίου Βασιλείου Μεγάλης Παναγίας, τον π. Σπυρίδωνα Μποτονάκη, κληρικό της Ιεράς Μητροπόλεως Καρπενησίου, τον εφημέριο Γοματίου και τους διακόνους π. Νικόλαο Τσεπίση και π. Νικόδημο Κωτινούδη.
Οι πιστοί του Γοματίου και των περιχώρων γέμισαν τον Ιερό Ναό που ανήγειρε εκ βάθρων ο αείμνηστος προσφάτως κοιμηθείς αρχιμ. Αναστάσιος Τοπούζης.
Ο Ιερός Ναός προς τιμήν των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων είναι απομεινάρι του μετοχίου της Μονής Ξηροποτάμου του Αγίου Όρους.
Στη Θ. Λειτουργία παραβρέθηκαν οι βουλευτές Χαλκιδικής, Κυριακή Μάλαμα και Απόστολος Πάνας, ο δήμαρχος Αριστοτέλη, Στέλιος Βαλιάνος, η περιφερειακή σύμβουλος, Κατερίνα Ζωγράφου, οι αντιδήμαρχοι, Αλέξιος Αντωνίου, Γεώργιος Θαλασσινός και Ευριπίδης Ατζιαμής, η πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, Μαρία Ενεχηλίδου και άλλοι επίσημοι.
Μετά τη Λειτουργία ο Μητροπολίτης ευλόγησε το πατροπαράδοτο κουρμπάνι και παρακάθισαν όλοι στην πανηγυρική τράπεζα.
Πώς οι Άγιοι Σαράντα Μάρτυρες έσωσαν το Γομάτι
Οι άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες συνδέονται με μία θαυμαστή διάσωση του χωριού από βέβαιη καταστροφή, η οποία διασώζεται στην προφορική παράδοσι των κατοίκων.
Βρισκόμαστε στα 1905, όταν Τούρκοι στρατιώτες ήλθαν απεσταλμένοι από τον Μαντέμ Αγά της Στρατονίκης να πάρουν άνδρες για τα μεταλλεία. Ως γνωστόν τότε όλα τα χωριά της Βορείου Χαλκιδικής (Μαντεμοχώρια), ήσαν υποχρεωμένα να στέλνουν άνδρες στα μεταλλεία. Οι κάτοικοι όμως του Γοματίου αντέδρασαν βίαια στην στρατολόγηση εργατών και σκότωσαν τους Τούρκους στρατιώτες.
Αυτό όμως εξόργισε τους Τούρκους και ο Σουλτάνος διέταξε να καεί το χωριό και να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι κάτοικοι. Ξεκίνησε λοιπόν σώμα στρατού από την Θεσσαλονίκη με κατεύθυνση το Γομάτι και σκοπό να εκτελέσουν τα διαταχθέντα. Μόλις όμως έφθασαν κοντά στο χωριό, όπου ευρίσκεται ο ναός των αγίων Τεσσαράκοντα, συνέβη κάτι το θαυμαστό. Ο επικεφαλής αξιωματικός λυπήθηκε τον κόσμο και άλλαξε γνώμη:
—Γιατί να τους τιμωρήσω με τέτοιο σκληρό τρόπο;
Έφθασε στην πλατεία του χωριού και εκεί συγκέντρωσε όλους τους Χριστιανούς, οι οποίοι τρομοκρατημένοι περίμεναν την δίκαιη τιμωρία τους. Τότε ο Τούρκος αξιωματικός ρώτησε:
—Δεν μου λέτε, τι άγιος είναι η εκκλησία που είναι έξω από το χωριό σας;
—Άγιοι Σαράντα, απάντησαν οι κάτοικοι.
—Αλήθεια; Είναι άγιοι Σαράντα; Ξέρετε πώς με λένε έμενα; Με λένε Σαράντο. Ας είμαι Τούρκος. Κατάγομαι από την Σεβάστεια της Μικράς Ασίας, όπου μαρτύρησαν οι άγιοι Σαράντα. Η μητέρα μου έκανε παιδιά, άλλα κανένα δεν ζούσε. Μια χριστιανή είπε στη μάνα μου να με τάξη στους Αγίους Σαράντα. Εκεί στη Σεβάστεια κατοικούσαν Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Εγώ είμαι το παιδί που έταξε η μάνα μου στους αγίους Σαράντα και ζω και έχω και το όνομά τους. Ε, οι άγιοι Σαράντα που έσωσαν εμένα, έσωσαν και σας. Γιατί μόλις έφθασα μπροστά στο εκκλησάκι τους άλλαξα γνώμη. Εμπρός, συνέχισε, πάμε όλοι μαζί να τους ευχαριστήσουμε.
Όλοι μαζί γεμάτοι ευγνωμοσύνη και εμπρός ο Τούρκος κατευθύνθηκαν στο μετόχι των αγίων Σαράντα. Τότε ο Τούρκος γονάτισε μπροστά στην εικόνα των αγίων και γεμάτος συγκίνηση έβγαλε μια χρυσή λίρα και την κρέμασε στην εικόνα. Όλοι γεμάτοι ευγνωμοσύνη ευχαρίστησαν τους αγίους Σαράντα για την θαυμαστή τους διάσωση.