Διήγημα του Κωνσταντίνου Τζέκη*
Χρόνια τώρα πάλευε με τα στοιχειά της φύσης. Από μούτσος σε εμπορικό που κουβαλούσε σίδερα και λαθραία τσιγάρα στη Λιβύη είχε επιβιώσει σε ακραίες και αντίξοες συνθήκες κακουχίας, πείνας, εξευτελισμού και ταλαιπωρίας. Από την άλλη είχε μάθει πώς να επιβιώνει, πώς να επιζεί, να προφυλάσσεται . Είχε μάθει τα κρυμμένα μυστικά της θάλασσας, τα σημάδια του καιρού και μπορούσε να προβλέψει αν θα έβγαινε νικητής από τον ανταγωνισμό της φύσης με τον άνθρωπο.
Η αρμύρα του έσκαψε το πρόσωπο και απ’ τον καπνό κιτρίνισαν τα πυκνά του γένια σαν τον μυθικό ήρωα του παραμυθιού.
Ψηλός με κάτι χερούκλες που μπορούσε να αδράξει το διάκι με τα δύο του δάχτυλα στις ώρες που λυσσομανούσε ο βοριάς, με πόδια γυμνασμένα από το σήκωμα των πανιών σαν ο Νοτιάς όριζε την πορεία του στα πέλαγα.
Όλοι τον φώναζαν καπετάν Μπόρα, όνομα και πράγμα σαν φουρτούνιαζε το βαθυσκαμμένο του πρόσωπο και σαν ο Θεός κοντοστέκονταν στην ανάσα του στα βαθειά νερά αντίκρυ απ’ την Κρήτη κατά το πέλαγος μεριά.
Αυτός χαίρονταν για το παρατσούκλι και μια φορά στην Αλεξάνδρεια θα του έβαζαν χειροπέδες οι λιμενικοί αφού αρνούνταν το πραγματικό του όνομα που το έγραφαν τα χαρτιά του. Επέμενε στο όνομα Μπόρας ακόμα και μπροστά στον Λιμενάρχη που απειλούσε να του κατάσχει το καΐκι του, για κάτι που οι γραμματιζούμενοι το έλεγαν πλαστοπροσωπία.
Για ποιόν, για αυτόν που νίκησε στη Βεγγάζη τον αποκλεισμό και τάισε τους πεινασμένους, αυτόν που ψάρεψε τρεις φορές ναυαγούς στη θάλασσα της Μπαρμπαριάς, αυτόν που άραξε στα βράχια να σηκώσει το φλόκο του Παντελή που το στρίμωχνε ο Νοτιάς στα βράχια του Κακοσήμαδου.
Με το μαύρο του ψαράδικο παντελόνι, δώρο του πλωριού του από την Αίγυπτο, το καπέλο του που δίπλωνε άμα ο ήλιος έδιωχνε τους αέρηδες και το κατάστρωμα ζέσταινε τις γυμνές πατούσες του. Το θαλασσί πουκάμισο, που ποτέ του δεν ορφάνεψε από την τσάκιση καθώς η κυρά του νησιώτισσα και αυτή κόρη καραβοκύρη από τη Σκιάθο, το σιδέρωνε με επιμέλεια και σεβασμό, έμοιαζε καπετάνιος όνομα και πράμα που λένε και στα καλολίμανα της Θάσου, όταν ο αέρας τον ξέβγαζε για λάδι και λαρδί.
Με τον καιρό απόχτησε τούτο τα σκαρί πού ‘ταν φτιαγμένο λες για τα μέτρα του. Πεισματάρικο και αυτό σαν το αφεντικό του, Τηνιακό από μαστόρους πρώτης και όχι τσαλαβοκάλφηδες της καρπαζιάς, αρματωμένο με τρία κατάρτια, το μεσανό μεγαλύτερο και στερεότερο να κρατά κόντρα άμα ο Νοτιάς τέντωνε τα πανιά του και το ανάγκαζε να τρίζει μα όχι από ζόρι, αλλά από περηφάνια που ταξιδεύει με ορθό τον καπετάνιο χωρίς μπούσουλες και τα άλλα βολέματα των σπουδαγμένων στα θρανία καπεταναίων της συμφοράς.
Άμα ξεπρόβαλε από τη μύτη του βράχου πού έκλεινε το λιμάνι της Κάλυμνου όλοι μαζεύονταν, όλο το χωριό στην προκυμαία να θαυμάσουν τούτο το σκαρί που σαν περήφανο γκεσέμι έμπαινε στο λιμάνι, νύφη αρματωμένη με πλουμίδια και αρωματισμένη από αρμύρα και Αιγαίο.
Άμα έδενε στον ντόκο και έριχνε την ανεμόσκαλα όλοι ήθελαν να ανέβουν να το θαυμάσουν να το επιθεωρήσουν να ακούσουν το τραγούδι του τριγμού καθώς το κύμα χόρευε το σκαρί στην πλάτη του.
Πάνω από όλους επιθυμούσε το γιό του, το μονάκριβο σκαρί του, που το ανάθρεψε με μύθους της θάλασσας που το τάισε με μέλι της Κρήτης και θαλασσινά του πελάγους και του μακρινού ορίζοντα. Αυτός άμα ξεπρόβαλε η μούρη του σκάφους στη μεγάλη πλατφόρμα, έτρεχε να στείλει το μαντάτο στη μάνα του για να ετοιμάσει στου Καπετάνιου πίττες και κεράσματα για το πλήρωμα και αμέσως κατέβαινε στο λιμάνι να ετοιμάσει τα χοντρά καραβόσκοινα για να δεθεί ο ΑΡΓΟΠΛΕΥΣΤΗΣ έτσι βάφτισε το σκάφος του όταν ο παπάς το αγίασε τα φώτα πριν δέκα χρόνια.
Σαν έδενε το καράβι στέρεα και δοκίμαζε την αντοχή των σχοινιών , τοποθετούσε τα δαχτυλίδια που ήταν στρόγγυλα μεταλλικά αντικείμενα που τύλιγαν τα σχοινιά και εμπόδιζαν τα ποντίκια και άλλα ερπετά να βρωμίσουν τη γυαλισμένη πεντακάθαρη κουπαστή του.
Ύστερα αναζητούσε το γιό του το καμάρι του που όταν βαφτίστηκε και πήρε το όνομα του πατέρα του Φώτη, με καταγωγή απ’ τη Σμύρνη και μάνα απ’ τα Μουδανιά σκαφάτοι και αυτοί με τρεχαντήρια γρήγορα σαν αστραπή να ξεφεύγουν από το κυνηγητό των πειρατών στις μακρινές και αχανείς θάλασσες.
Όταν περπάτησε τον πήρε στράτα- στράτα στο σκαρί του που το καλαφάτιζαν οι καλφάδες στο μουράγιο και καθάριζαν τα ίσαλα από τα μούσκλια και τα κοχύλια που κολλούσαν σαν βεντούζες και γονάτιζαν την περπατησιά του, τον αγίασε με αρμύρα και τον μπουγέλωσε με θαλασσινό νερό καινούργιο βάφτισμα, κάνοντας μια ευχή προς τον ουρανό και τον Αι Νικόλα της ράχης του κάβου να τον διαδεχθεί και να συνεχίσει να κυριαρχεί στη θάλασσα σαν τον παππού του, τον πατέρα του και αυτόν.
Σαν σκέφθηκε πως μπορούσε να ξεφύγει σε άλλες ασχολίες μπουρίνιασε, άστραψε και βρόντηξε και ο αναστεναγμός του ξύπνησε τα δελφίνια που κοιμούνταν στις κρυψώνες τους.
Σαν άρχισε να μουστακιάζει και να χοντραίνει τη φωνή του προσπαθώντας να φαίνεται άντρας , του μίλησε για την επιθυμία του να συνεχίσει το επάγγελμά του. Ο νεαρός ούτε που το συζήτησε. Τραβούσε το χρόνο προς τα μπρός από καιρό να αντρειέψει να γίνει και αυτός καπετάνιος και να σκανιάζει τις κοπέλες που τώρα ούτε σημασία δεν του δίνουν.
Συμφώνησαν να τον στείλει στη σχολή για να μάθει την τέχνη του καπετάνιου μα περισσότερο να βγάλει εκείνα τα διαολόχαρτα που για χάρη τους επειδή δεν τα κατέχει, αγράμματος αυτός του καϊκιού σκυλί καραβόσκυλο ολόιδιο που ευκαιρίες για γράμματα, αναγκάζονταν να τρατάρει λιμενάρχες και αρχές για να κάνουν τα στραβά μάτια.
Πάνε τώρα πέντε χρόνια που φάνηκαν του καπετάν- Μπόρα αιώνας αγιάτρευτος. Ο γιός του καπετάν Φώτης εμφανίσθηκε με το πλοίο της γραμμής στο νησί τους καπετάνιος φτυστός ο παππούς του με μαύρο ζιβάγκο, μαύρες μπότες αδιάβροχες, καπέλο καπετάνιου με σιρίτια στο γείσο μα το σπουδαιότερο με χαρτιά καπετάνιου. Με πτυχία.
Μόλις τα άδραξε έτρεξε στο κορνιζάδικο να τα κορνιζώσει όχι τόσο να τα βάλει στον τοίχο σε ποιο σπίτι, αφού το σπίτι του ήταν η θάλασσα και η στεριά του προκαλούσε πόνους στα πόδια, πονοκέφαλο και του γύριζε το στομάχι το σιδεροκρέβατο στο σπίτι, μα για να το μάθει όλος ο ντουνιάς πως ο γιος του Μπόρα είναι καπετάνιος με χαρτιά και να πάψει να του κολλά ο λιμενάρχης για μπαχτσίσι άμα ξεπρόβαλε στην αγορά.
Σε λίγες μέρες με το γιο του θα σαλπάρανε για τις βόρειες θάλασσες. Οι ετοιμασίες έγιναν για ταξίδι μήνα και βάλε και το σκαρί έτοιμο και περήφανο ξεσκανζτάρισε το βράχο της γριάς και έστριψε για τις βορινές θάλασσες. Τόπος προορισμού η Χαλκιδική με τις ελιές της και τα μέλια της.
Εξάλλου στο Μαρμαρά θα συναντούσε το Χούλη, καπετάνιο-σκυλί, που ναυάγησε τρεις φορές και κάθε φορά που έφτανε στο χωριό το θλιβερό μαντάτο σε λίγο ξεπρόβαλε και αυτός με καινούργιο σκαρί, καλύτερο από το σαπάκι όπως το αποκαλούσε που κόλλησε στην άμμο, σπίτι των χταποδιών και σημαδούρα του γλάρου.
Από τη Λήμνο με κρασί φορτωμένο Λημνιό, Θεού δάκρυ, το σκαρί του γύρισε το διάκι νότια και το σκαρί ξεχύθηκε για τα Άγια χώματα της Παναγιάς. Τον Άθω τον έβλεπε σαν μακρινό καπέλο χιονισμένο το χειμώνα, σκούρο το καλοκαίρι και απορούσε πως η Παναγιά διάλεξε έναν τέτοιο άξεστο και μακρινό τόπο να κατοικίσει.
Τώρα θα πλησίαζε και αν ο καιρός βαστούσε από Δυτικά και ο γραίγος ήταν μαλακός θα μπορούσε να πιάσει Ουρανούπολη, αφού το λιμάνι του Άγιου όρους το εξουσίαζαν καλόγεροι και δεν άφηναν ούτε βάρκα με θηλυκό όνομα να αράξει .
Ο ουρανός σκοτείνιαζε και το μπουρίνι θα τους χαλούσε την ηρεμία του ταξιδιού τους. Ο Άθως ξερνούσε φωτιά και οι κεραυνοί του έσχιζαν τη θάλασσα μέχρι το βυθό της, θαρρείς να ήθελαν να σχίσουν το νερό στα δύο σαν του Μωυσή το ταξίδι στην έρημο όταν επικεφαλής των Εβραίων καταδιώκονταν από τον Φαραώ. Ανατρίχιασε.
Λες και ο καιρός να εναντιώνεται στην επίσκεψή του στο Άγιο όρος κοντά, επειδή μόνο τον Αϊ Νικόλα προσκυνούσε και αυτόν στα καλά του γιατί άμα γαύγιζε νευριασμένος και αγρίευε τους ναύτες του ίδιος μπαμπούλας των παραμυθιών έβριζε ότι του κατέβαινε. Θεούς, Παναγιές, Αγίους, μα όχι τον Άγιο Νικόλα του. Αυτόν μάλιστα.
Ποτέ του δεν κατάλαβε γιατί είχε τις εκκλησίες του ψηλά στα βράχια. Μπορεί να ήθελε να διαφεντεύει το πέλαγος από ψηλά και να προειδοποιεί τα σκάφη σαν κεραία ασύρματου. Με τη σκέψη αυτή ηρέμησε, μα όχι για πολύ.
Το κύμα θεριό ανήμερο, ανάγκασε το πλήρωμα να κατεβάσει τα ξάρτια και τα πανιά και μόνο η μηχανή του σκάφους αγκομαχούσε κόντρα στις θυμωμένες γοργόνες του Αλέξανδρου που τάρασσαν τα νερά σαν μάθαιναν πως ο Αλέξανδρος είναι νεκρός.
Ο καιρός όλο και έκλεινε και σε λίγο το σκάφος έτριζε σύγκρυο από τα ίσαλά του. Τα χρειάσθηκε. Αυτός που νίκησε τις φουρτούνες στα πελάγη, που κυρίευε κύματα θεόρατα, τώρα θα έπρεπε να βρει λιμάνι να κρυφτεί.
Από μακριά τρεμόφεγγε ο Μαρμαράς και το φανάρι στη Γκέλφο φαινόταν αχνό καντήλι στο θολωμένο πέλαγος. Δεξιά του ο σκούρος όγκος της Σιθωνίας, σαν δράκος με ανοιχτό το στόμα. Θυμήθηκε το γιό του. Που άραγε να βρίσκεται και γιατί εξαφανίστηκε; Μήπως τον πήραν τα κύματα, ατζαμή στα ντέρτια τη θάλασσας ή τον έπιασε το στομάχι όπως κάτι ντελικάτοι της πόλης που ανέβαιναν και ξερνοβολούσαν από τη ναυτία.
Παρέδωσε το τιμόνι στον έμπειρο τιμονιέρη του και ανέβηκε στη γέφυρα. Βρήκε το γιο του σκυμμένο σε κάτι ναυτικούς χάρτες. Πρώτη του φορά έβλεπε τούτα τα χαρτιά. Αναρωτήθηκε τι κάνει αυτός τούτη την ώρα του χαμού, είναι καιρός για διάβασμα;
Πριν προλάβει να αρθρώσει δεύτερη λέξη ο νεαρός καπετάνιος σήκωσε το βλέμμα του θριαμβευτικά. Καπετάν Μπόρα του φώναξε βρήκα λιμάνι. Δεξιά δύο μίλια από τον κάβο υπάρχει λιμάνι.
Ο γέρος γέλασε. Ταξίδεψε σε χίλιες θάλασσες και ήξερε ότι όταν υπάρχουν βράχια απότομα λιμάνι δεν υπάρχει. Η στεριά πρέπει να ημερέψει για να κάνει τις υποχωρήσεις της στη θάλασσα.
Σκέφθηκε ότι ο νεαρός άλλους χάρτες διαβάζει ή δεν τους διαβάζει σωστά. Ανέβηκε στο τιμόνι. Σε λίγο τον ακολούθησε ο γιός του. Το σκάφος το κατάπινε το κύμα και σε λίγο ανέβαινε στα ύψη για να ξαναβυθισθεί στον πάτο της θάλασσας, έρμαιο, καρυδότσουφλο ίδιο. Ο γιός του, του άρπαξε το τιμόνι και το έστρεψε κατά το βουνό. Το σκάφος πήγαινε ολόισα να τσακιστεί στους κοφτερούς βράχους. Ο καπετάνιος προσπαθούσε να του πάρει το τιμόνι μα ο νέος περισσότερο γερός αντιστέκονταν. Στην απόγνωσή του και θεωρώντας ότι το παιδί του παραφρόνησε από το κακό και τη θολούρα, τράβηξε το θαλασσομάχαιρο που το είχε να κόβει τους φλόκους όταν μπερδεύονταν και κατάφερε μια μαχαιριά στα στήθια του γιού του.
Βουβάθηκε η φύση με μιας. Ο αναστεναγμός του άψυχου κορμιού που ταξίδεψε στον αέρα κόπασε τα κύματα. Η φύση σίγησε να θρηνήσει το παλικάρι. Ο γέρος σήκωσε το κεφάλι του. Νηνεμία και μπουνάτσα. Όση ώρα πάλευε με το γιό του το σκάφος έμπαινε στο λιμάνι από τη στενή λωρίδα θάλασσας που δημιουργούσαν τα βράχια.
Έδεσε το σκάφος άροδο και η βάρκα γλίστρησε στην αμμουδιά μεταφέροντας το κουφάρι του νεκρού καπετάνιου. Ένας σταυρός από ξύλα εδώ και χρόνια βασάνιζε τους τουρίστες για το τι να συμβόλιζε.
Ένας γέρος αξύριστος καθημερνά περιποιούνταν τον τάφο. Δεν μίλησε ποτέ του για την ιστορία αυτή. Δεν αποκρίθηκε ποτέ του σε κάλεσμα κανενός. Αμίλητος και κουφός.
Τα κύματα μετέφεραν το μαντάτο στους ναυτικούς και ο θρύλος έγινε ιστορία ναυτικών στα καφενεία. Από τότε το λιμάνι ονομάσθηκε Πόρτο Κουφό. Αν βρεθείτε εκεί επισκέπτες μη φωνάξετε για να μην ακούσει ο γέρος και αποκριθεί.
Ρίξτε ένα πετραδάκι στο πέλαγος και αυτό ας είναι το μνημόσυνο στο νέο που χάθηκε επειδή τόλμησε να μορφωθεί και ας είναι το ανάθεμα στη μοίρα που τους έμπλεξε σε ένα τόσο σκληρό και άδικο παιχνίδι.
*Ο Κων/νος Τζέκης είναι Αντιστράτηγος εα της ΕΛΑΣ.
Γεννήθηκε στη Φούρκα Χαλκιδικής και κατοικεί στον Κρόκο Κοζάνης, τόπο τον οποίο επέλεξε για μόνιμη εγκατάσταση. Διετέλεσε Διοικητής Τροχαίας Κοζάνης, Διευθυντής της ΑΥ Πτολεμαΐδας, Διευθυντής Αστυνομίας Φλώρινας, Διευθυντής Τροχαίας Αττικής και Γενικός Αστυνομικός Διευθυντής Θεσσαλονίκης. Συμμετείχε στο Σχεδιασμό της Ολυμπιάδας και ήταν επικεφαλής των μέτρων στη Σύνοδο Κορυφής του Πόρτο Καρράς. Είναι απόφοιτος μεταπτυχιακού τίτλου της Ανωτάτης Σχολής Στρατηγικής και Πολιτικής Εθνικής Ασφάλειας. Τιμήθηκε με ανώτατες διακρίσεις του Βασιλέως του Βελγίου, του Προέδρου της Δημοκρατίας της Πορτογαλίας και του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας. Τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, με υψηλή διάκριση του Προέδρου της Ρωσικής Δημοκρατίας και της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Κατέχει τον τίτλο του Επίτιμου Γενικού Αστυνομικού Διευθυντού Θεσσαλονίκης. Διετέλεσε σύμβουλος της ΚΕΔΚΕ και του Δήμου Κοζάνης. Έχει γράψει πονήματα για τα Ναρκωτικά και τα τροχαία ατυχήματα . Σκέπτεται φωναχτά στον τοπικό έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο όπου φιλοξενούνται άρθρα του. Είναι έγγαμος με την Κοζανίτισα Αναστασία (Tάσα) Χαραλαμπίδου και έχει έναν γιο.
-φωτογραφία του Γιώργου Τσαμακδά