Καθώς ο ήλιος αναδύεται νωχελικά πάνω από τη Χαλκιδική, η Νέα Ποτίδαια φοράει το πρωινό της πέπλο: ησυχία, φως και αλμύρα. Οι πρώτες ηλιαχτίδες χορεύουν πάνω στα καταγάλανα νερά της διώρυγας, εκεί όπου ένα ταπεινό καραβάκι σκίζει την επιφάνεια του καναλιού με ευλάβεια, σαν να γνωρίζει πως διαπλέει έναν τόπο ιερό.
Η διώρυγα της Νέας Ποτίδαιας —μια λεπτή γραμμή που ενώνει τον Θερμαϊκό με τον Τορωναίο— δεν είναι απλώς γεωγραφικό πέρασμα. Είναι ορίζοντας και σύνορο, παρελθόν και παρόν. Σκαμμένη αρχικά από τους αρχαίους Κορίνθιους, στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ., αποτελεί ένα από τα πρώτα ανθρώπινα εγχειρήματα σύνδεσης θάλασσας με θάλασσα· μια πράξη προνοητικότητας και θάρρους που ακόμα, αιώνες μετά, αντανακλάται στο κυμάτισμα της επιφάνειας.
Το καραβάκι συνεχίζει, μικρό αλλά αγέρωχο, αφήνοντας πίσω του τα πράσινα πευκοδάση και τις κιτρινόχρωμες ανθοφορίες που στέκουν στις όχθες. Γλάροι το συνοδεύουν, ψιθυρίζοντας στο πέταγμά τους την αιώνια σχέση του ανθρώπου με τη θάλασσα.
Κι όταν βγει στο ανοιχτό του Θερμαϊκού, είναι σα να ξεκινά μια νέα Οδύσσεια — κάθε πρωί, κάθε καλοκαίρι, κάθε εποχή.
Η Νέα Ποτίδαια δεν είναι μόνο προορισμός.
Είναι συναίσθημα.
Είναι μια γέφυρα μεταξύ της γαλήνης της φύσης και της βουής της ιστορίας.
Μια υπενθύμιση ότι, όσο κι αν αλλάζουν οι εποχές, ο άνθρωπος πάντα θα επιστρέφει εκεί όπου η θάλασσα συναντά τη γη — κι εκεί όπου η σιωπή του πρωινού μιλά πιο δυνατά από χίλιες λέξεις.
φωτο: Ι. Σαρακατσάνος