Το Κέντρο Πολιτισμού Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας διοργάνωσε τον διαγωνισμό ποίησης με θέμα: «Μικρασιατική Καταστροφή 1922» 100 χρόνια από την ημερομηνία που άλλαξε την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Η αξιολόγηση ολοκληρώθηκε και απονέμονται τέσσερα (4) Βραβεία και δεκαεπτά (17) Έπαινοι. Εξ αυτών οι τρεις συμμετέχοντες είναι Χαλκιδικιώτες από το Δήμο Ν.Προποντίδας.
Διάκριση (έπαινος) για το ποίημα:
- «Η μάνα η Μουδανιώτισσα» στη Χριστίνα Ψωμαδέλλη (Ψευδώνυμο Απάμεια)
- «Η δύση απέναντι» στον Νίκο Τσαλδάρη (Ψευδώνυμο Μελοίδα)
-«Θάλαμος 22 (κύκνειο παραλήρημα)» στον Γιώργο Κονταξή (Ψευδώνυμο Γιώργος Τριγλιανός)
Υποβλήθηκαν συνολικά στην κατηγορία εφήβων σαράντα οχτώ (48) ποιήματα και στην κατηγορία ενηλίκων εβδομήντα τρία (73) ποιήματα, τα οποία αξιολογήθηκαν από την επιτροπή (αλφαβητικά):
-Έλσα Κορνέτη - Ποιήτρια, πεζογράφος
-Κώστας Νίγδελης - Διευθυντής του Μουσείου Προσφυγικού Ελληνισμού, συγγραφέας, ποιητής
-Δημήτρης Ι. Μπρούχος, ποιητής-στιχουργός-συγγραφέας
-Ελένη Κ. Παπαδοπούλου Φιλόλογος-ΜΑ Θεολογίας Α.Π.Θ.- Εκπαιδευτικός Δ.Ε.
____________________________________
«Η μάνα η Μουδανιώτισσα»
της Χριστίνας Ψωμαδέλλη
Σε ένα σαπιοκάραβο είμαστε στριμωγμένοι.
Άλλος από τα Μουδανιά, και άλλος απ’ τη Κίο.
Πήραμε μόνο τα παιδιά και κανα δυο ρουχάκια
Και κρύψαμε στον κόρφο μας της Παναγιάς εικόνες
Μαμά, με λέει η Ρινιώ, που θέλουν να μας πάνε;
Γιατί μας έφεραν εδώ? Που είναι ο μπαμπάς μου;
Κρυώνω μάνα, λέει ο Κωστής, πεινάω λέει ο Χρήστος
Κι ο ναυτικός απ’ τη Φραγκιά, μου λέει να σωπάσουν.
Πως να ταΐσω τα παιδιά? Και πως να τα ζεστάνω;
Και στη Ρινιώ μου τι να πω; που βρίσκεται ο μπαμπάς της;
Μιλιά δεν βγάζω. Τσιμουδιά. Μον τους χαμογελάω
Κι αρχίζω το νανάρισμα, μπας και τους ξεγελάσω.
Νάνι νάνι νάνα του, και χαρά στη μάνα του
Το κορίτσι μου το ρούσσο, με το μόσκο θα το λούσω
Και σαν αποκοιμήθηκαν, όλα, στην αγκαλιά μου,
αρχίνισα να κλαίω βουβά. Χαμπάρι να μην πάρουν
Κοιτάω πέρα. Εκεί. Βαθιά. Στων Μουδανιών τις στράτες.
Μήπως και δω μες τις φωτιές, το σπίτι. Την αυλή μου.
Τ’ Αϊ Γιώργη το καμπαναριό. Το Παρθεναγωγείο.
Και βλέπω μέσα στους καπνούς και στη μεγάλη αντάρα
Τον Δημητρό. Να χαιρετά και να χαμογελάει.
«Μη σκιάζεσαι κοκώνα μου, κι όλα καλά θα πάνε.
Εκεί που πάτε θαν καλά. Και λεύτεροι θα είστε
Πάντα εγώ θα νοιάζομαι και θα σας προστατεύω
Κι όταν λιμάνι πιάσετε κάπου μες την Ελλάδα
Ένα κεράκι άναψε και να με μνημονεύεις.
Να μου προσέχεις τα παιδιά. Και σαν θα μεγαλώσουν,
Πες τους νάναι περήφανα που είναι Μουδανιώτες.
Να μη τη λησμονήσουνε την έρμη την πατρίδα.
Μάθε τους τα εθίματα, μάθε τους τα τραγούδια
μάθε τους και να συγχωρούν ακόμη και τον οχτρό τους»
Ξάφνου εχάθη ο Δημητρός. Και το καράβι φεύγει
Χαθήκανε τα Μουδανιά. Χάθηκε η πατρίδα.
Και τότε βάζω μια φωνή. Ν’ ακούσει η οικουμένη
Ανάθεμάσε πόλεμε. Ανάθεμάσε έχθρα.
--------------------------------------------------------
«Η Δύση Απέναντι»
του Νίκου Τσαλδάρη
Γιατί λέμε ασπρόμαυρες τις παλιές φωτογραφίες;
Είναι χαρακτηριστικά καφέ. Ένα ταλαιπωρημένο του χώματος καφέ
Σαν εκείνο που κρύψανε στον κόρφο
Με τα χρυσά και τ’ ασήμια
Λείψανα της παλιάς πατρίδας
Παλιά! Παλιά τη λες εσύ
Γέννημα θρέμμα μιας νέας γης
Γι' αυτό μάλωνες τη μάνα σου
Σαν μιλούσε την άλλη γλώσσα
Δούλεψαν
Έσφιξαν την πέτρα κι έβγαλαν αίμα
Πήραν την αγριάδα που τους δώσανε
Έφτιαξαν στάρια, αμπέλια, σχολειά
Εσύ φημιζόσουν για τα τραπέζια και τα κεράσματα σου
-Εκείνο το σουσαμένιο σαραγλί-
Με τι καρδιά να σιροπιάσεις ξανά
Έμελε να ζήσεις τη δική σου καταστροφή
Τότε που έθαψες τον πρωτότοκο
Ο άντρας με μαντίλα η γυναίκα τσεμπέρι
Βλέμμα βαρύ του χώματος που βάλανε στον κόρφο
Οι Μικρασιάτες γονείς σου
Μπροστά στον φακό λες και βλέπουν ανατολή
Έχουν ανατολές τώρα στη νέα πατρίδα
Κατατρεγμένες στα παράλια, σπρώχνονται στους γκρεμούς του Άθωνα
Βιάζονται στο ιερό περιβόλι
Μα δεν φέρνουν κατάνυξη στα σπλάχνα
Ο δικός τους σεβντάς η δύση. Η δύση απέναντι
Εκείνος ο αιμάτινος απόηχος απ’ το σπασμένο ρόδι
Στο νύχτωμα του κήπου.
---------------------------------------
«ΘΑΛΑΜΟΣ 22 (ΚΥΚΝΕΙΟ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ)»
του Γιώργου Κονταξή
Μη με φοβάσαι…
Ένα μικρό σημείο στίξης,
στα γραμμένα αυτού του κόσμου είμαι.
Κάτσε κοντά μου…
Δεν έχω τίποτα σπουδαίο να αφήσω στην ιστορία …
έτσι να πουν πως πέθανα σαν ήρωας.
Τι με κοιτάς; Έσταξα και λίγο αίμα απ’ το παιδικό μου γόνατο στους
δρόμους μου.
Λίγο από μένα, εκεί που άφησα τα πάντα.
Τι με κοιτάς;
Ούτε το χρώμα από τον τοίχο θυμάμαι,
μόνο πως μύριζαν τα χέρια της μάνας μου,
σφίγγοντας τον μπόγο με τη μικρή ζωή μου μέσα.
Χτεσινό μπαχάρι, σημερινή φωτιά….
Είχε ραμμένα στον ποδόγυρο τα ναύλα και γαντζωμένα πάνω της τα
δύο μεγαλύτερα κορίτσια.
Η Μαριόνκα ήταν δώδεκα και η Αρετή γυναίκα.
Εγώ… Θα ‘μουν δεν θα ‘μουν, όχτω.
Γεννηθείς εν έτη χίλια εννιακόσια δέκα τέσσερα.
Ούτε στη μνήμη δεν αρίστευσα για τον πατέρα!
Ευτυχώς είχε φύγει μέρες πριν.
Τον είδαμε μόνο με φεύγει. Ποτέ να επιστρέφει.
Τι με κοιτάς;
Τι νομίζεις, θα μάθεις χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου;
Ούτε φωνές θυμάμαι καθαρές, ούτε το χρώμα από τον ουρανό
θυμάμαι,
μόνο την μάνα μου …
Έκανε θόρυβο το φουστάνι της,
σχεδόν γρατζούναγε τα χώματα, μέχρι που από ένα ύψωμα,
ίσα που τόλμησε να κοιτάξει πίσω και σώπασε το πανί,
σε ενός λεπτού φυγή!
Έτρεξε…
έτρεξαν…
έτρεξα!
Κανένας στο κατόπι μας και όλα πίσω μας.
Άφησε ότι δεν μπόρεσε να πάρει, πήρε ότι δεν άντεχε να αφήσει.
Τι με κοιτάς;
Με φοβάσαι;
Ήρθες ζωές μετά να μου ξυπνήσεις ότι με κόπο κοίμισα.
Ποιος είσαι;
Γέρασα και λίγα μου λέει πια αυτή η ουλή πάνω απ τα χείλη σου.
Σε λίγο θα φέρουν βραδινό στο θάλαμο…
Την ίδια ουλή είχε και ‘κείνος, έλεγε η μάνα
Ένα ψωμί μουσκεμένο κι ένα τσαμπί σταφύλι χόρτασε την πείνα μου,
στην πόλη που έμοιαζε με τη δική μου.
Σε λίγο θα φέρουν βραδινό…
Μείναμε στην καλή μεριά,
μήπως γυρίσει ο πατέρας απ τη Θάλασσα.
Δεν ήρθε ποτέ.
Θα έρθουν και οι γιατροί σε λίγο…
Κοίτα με …
Κοίτα με πατέρα …
Καληνύχτα πατέρα…
ΩΡΑ ΘΑΝΑΤΟΥ: 19:22. ΑΙΤΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ: ΓΗΡΑΣ. ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ Ο ΕΦΗΜΕΡΕΥΩΝ ΙΑΤΡΟΣ
halkidikinews.gr