Η Εγκύκλιος των Χριστουγέννων του Μητροπολίτη Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου κ.κ. Θεοκλήτου εστιάζει στο μυστήριο της Ενανθρωπήσεως ως υπέρλογο γεγονός που δεν κατακτάται με τη γνώση, αλλά βιώνεται με την πίστη και την απλότητα. Αναδεικνύεται η διάκριση μεταξύ ανθρώπινης γνώσεως και θείας αποκαλύψεως, η ανεπάρκεια της λογικής να προσεγγίσει το μυστήριο, καθώς και η ανάγκη ο άνθρωπος να ακολουθήσει τον δρόμο των ποιμένων: της ταπεινής εμπειρίας, της δοξολογίας και της εμπιστοσύνης στον Θεό. Η Εκκλησία καλεί τους πιστούς να ζήσουν τα Χριστούγεννα ως φως «όντως γνώσεως», που ειρηνεύει την ψυχή και οδηγεί στη σωτηρία.
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Πρός τὸν Ἱερό Κλῆρο, τίς Μοναστικές Ἀδελφότητες καί τόν φιλόχριστο Λαό τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Ἀδελφοί μου καί τέκνα μου ἐν Κυρίῳ πολυαγαπητά,
Σε χρόνο προσδιορισμένο ἀπό τή Θεία Βούληση, ἀλλά ἀπροσδιόριστο γιά τήν ἀνθρώπινη προσδοκία, σαρκώνεται καί ἐνανθρωπίζεται ὁ Θεός σέ μιά ἐποχή πού τίποτε δέν προμήνυε τό μέγα αὐτό θαῦμα, τό παράξενο καί ἀκατανόητο γιά τίς ἀνθρώπινες δυνατότητες, ἀλλά ἀναμενόμενο. Ἡ ψυχή περίμενε, τό συναίσθημα ἀποζητοῦσε, τά Ἔθνη προσδοκοῦσαν, οἱ Δίκαιοι προσμένουν αὐτή τήν ἔλευση πού εἶχε ἀποβεῖ μυστήριο σέ φανέρωση, πρόβλημα σέ λύση, ἀπόκρυφο σέ ἀποκάλυψη.
Πῶς νά τό κάνουμε: Νοητικά ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ –οὔτε θά μπορέσει– νά ἐρμηνεύσει τήν κορυφαία στιγμή τῆς συναντήσεώς του μέ τόν Θεό, πού καταγράφηκε καί ἀποτυπώθηκε στή Γέννησή Του, ἀφοῦ τά ἐπιστημονικά δεδομένα –καί τότε καί τώρα– καί οἱ γνωστικές του δυνατότητες τόν διαβεβαιώνουν γιά ἕνα μόνο πράγμα, γιά τό μέγεθος τῆς ἀγνοίας του μπροστά στά ὑπερφυσικά, ὑπερβατικά, ὑπέρλογα καί ὑπερνοητά φαινόμενα, τά ὁποῖα μερικῶς ἀνιχνεύονται στό φανέρωμά τους, ἀλλά δέν συλλαμβάνονται στήν πρό τῆς ἐλεύσεώς τους –καλύτερα φανερώσεώς τους– κατάσταση.
Ἐκεῖ ἀντιμετωπίζονται ὡς ὑπερνοητές ἔννοιες, ὡς μή νοούμενες, μή ὁρώμενες καί φυσικά μή ἀποδεικνυόμενες. Ἡ σωκρατική ὁμολογία «ἕνα γνωρίζω, ὅτι τίποτε δέν γνωρίζω» προσδιορίζει διαχρονικῶς τή γνώση μέσα ἀπό τήν ἄγνοια· ἀναγνωρίζει τήν ἄγνοια, μελετᾶ τήν ἄγνοια ὡς προϊόν γνώσεως, καταλαβαίνει, δηλαδή, κανείς ὅτι δέν γνωρίζει, ἀλλά καί ὅταν γνωρίζει, θάλασσα τῆς γνώσεως δημιουργεῖ στόν ὠκεανό τῆς ἀγνοίας. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ παρά νά δηλώσει πλήρη ἀδυναμία προσεγγίσεως τοῦ οὐρανίου, τοῦ μυστηρίου μέσω τῆς γνώσεως ἤ τῆς ἀποδείξεως τῶν ἀνεξερεύνητων πτυχῶν τῆς Θείας Βουλῆς! Ἰδίως ὅταν αὐτή ἡ Βουλή πραγματώνεται καί παίρνει σάρκα καί ὀστᾶ!
Ἔτσι, στή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μας, μολονότι ἡ ἀνθρωπότητα τήν ἀνέμενε καί ἦταν ἡ μεγάλη της προσδοκία, μολονότι οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Οἰκονομίας καί οἱ σοφοί τῆς Ἑλλάδας Αἰσχύλος καί Σωκράτης εἶχαν μιλήσει, οὐσιαστικά ἡ ἀνθρωπότητα βρέθηκε τελείως ἀπροετοίμαστη, ἀνέτοιμη νά δεχθεῖ καί κυρίως νά νοήσει τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ὡς φυσική συνέπεια τῆς ἀγάπης Του γιά τόν ἄνθρωπο… Βέβαια, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Γαλάτας του Ἐπιστολή κάνει λόγο γιά «πλήρωμα» τοῦ χρόνου: «Ὅταν ὅμως συμπληρώθηκε ὁ χρόνος πού εἶχε ὁρίσει ἡ πανσοφία τοῦ Θεοῦ, ἐξαπέστειλε ὁ Θεός τόν Υἱό Του στόν κόσμο, πού ἔγινε ἄνθρωπος ἀπό γυναῖκα καί συμμορφώθηκε μέ τόν Μωσαϊκό Νόμο, γιά νά ἐξαγοράσει ἐκείνους πού ἦταν ὑπό τήν κατάρα τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, γιά νά λάβουμε ἐμεῖς τήν υἱοθεσία, πού ὁ Θεός μᾶς εἶχε ὑποσχεθεῖ» (Γαλ. δ΄ 4). Παρά ταῦτα, οἱ πάντες ἀγνοοῦσαν αὐτόν τόν χρόνο· τό τότε, δηλαδή, «πλήρωτο» ὁ χρόνος, ἦταν ὑπόθεση καί Βουλή τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἀλήθεια ὅτι προσπάθησε νά προσεγγίσει τό μυστήριο καί ν’ ἀποκτήσει πρόσβαση σ’ αὐτό μέσω τῆς γνώσεως πού δίνει ἡ ἐπιστήμη, ἡ ὁποία, ὅμως, δέν εἶχε τόσες ἤ τόσες δυνατότητες νά ἐπιτύχει καί τέτοιο, ἀκόμη κι ὅταν μετατρέπεται σέ «τεχνητή νοημοσύνη», μέ ἀποτέλεσμα αὐτός νά περιπλανηθεῖ στούς λαβύρινθους τῆς ἀπιστίας ἤ στούς δόλιχους τῆς ἀμφιβολίας, στερούμενος ἔτσι τή λύτρωση πού προσφέρει αὐτή ἡ Ἐνανθρώπηση. Ὁ ἄνθρωπος φαίνεται νά εἶναι καταδικασμένος καί νά μή μπορεῖ νά σπάσει τό φράγμα χωρίζοντας τό «Εἶναι», δηλαδή τό Ὑπαρκτό, τήν Ὕπαρξη, ἀπό τό «Ἐπέκεινα», δηλαδή τό ὑπέρλογο καί οὐράνιο, μέσω τῆς γνώσεως πού ὁ ἴδιος ἐπινόησε· αὐτό ἀπαιτεῖ ἄλλη γνώση. Τό ξένο καί τό μυστήριο ποῦ ἐπισύρθηκε τότε τή Βηθλεέμ δέν μπορεῖ νά συλληφθεῖ ἤ τότε, ἀλλά καί τώρα ἐπιστήμη καί εἶτε τό ἀγνόησαν οἱ ἄνθρωποι, εἶτε κατεδίωξαν τό γεννηθέν στά πρόσωπα τῶν χιλιάδων νηπίων πού θανάτωσε ὁ Ἡρώδης ἤ στά πρόσωπα τῶν ἀμέτρητων Μαρτύρων πού κατέσφαξε ἡ παντοειδής «Ἐξουσία».
Πέρα ὅμως ἀπ’ αὐτό τό «γλυφό», κατά τόν Σεφέρη, νερό τῆς ἄρνησης, ὑπάρχει κι ἕνας ἄλλος τρόπος νά προσεγγίσουμε τό Μυστήριο τοῦ ὅλου Χριστοῦ –ἤ μᾶλλον, ἕνας ἄλλος δρόμος νά πορευθοῦμε– πού ἡ Ἐκκλησία σήμερα τόν διαλαλεῖ παγκοσμίως: Γιά νά δεῖ λυτρωτικά ὁ ἄνθρωπος αὐτή τή Γέννηση καί περισσότερο, γιά νά τή ζήσει, χρειάζεται νά ἔχει τήν ἀπλότητα τῶν ποιμένων, προκειμένου νά περάσουν στήν προσωπική ἱστορία, στή ζωή τοῦ καθενός αὐτά τά Χριστούγεννα ὡς τό πιό φωτεινό, ὡς Χριστούγεννα τῆς κατανόησης τοῦ μυστηρίου, τῆς ἀποκάλυψης τοῦ μυστηρίου, τῆς ἄρσεως τῶν ἀμφιβολιῶν, τῆς ἀληθινῆς γνώσεως, τῆς γνώσεως, ὅπως τήν εἶδε ὁ ὑμνογράφος στό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων:
«Ἡ Γέννησίς Σου, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τό φῶς τῆς γνώσεως…»
Ἡ γνώση πού ἐπαγγέλλεται ἐδῶ ὁ ποιητής δέν προέρχεται ἀπ’ ἔξω καί δέν εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπιστημονικῆς διαδικασίας, δέν γέννησε αὐτή τή γνώση ἀπό ἀνθρώπινους νοῦς, ἀπό ἀνθρώπινα μυαλά, ἀλλά εἶναι γνώση–ἔλλαμψη πού ξεκινᾶ ἀπό μέσα καί πορεύεται πρός τά ἔξω· γνώση πού γαληνεύει καί ἡρεμεῖ τήν ψυχή· αὐτή τή γνώση εἶχε συλλάβει ὁ ἐθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, ὅταν ἔλεγε:
«Ἀστράφτε φῶς κι ἐγνώρισε ὁ νοῦς τόν ἑαυτό του» (Ἄπαντα, Ὁ Πόρφυρας).
Ἡ ἀνατολή, λοιπόν, τῆς καινούργιας γνώσεως, τῆς ἀληθινῆς γνώσεως, τῆς ὄντως γνώσεως πού ἀποκαλύπτεται, ποῦ στάλθηκε ἀπό τόν Θεό πρός τόν ἄνθρωπο ὡς φωτισμός καί ἀναπέμπεται ἀπό τόν ἄνθρωπο πρός τόν Θεό ὡς πίστη, ἀποτελεῖ οὐσιαστικά τή νέα δύναμη, τό νέο ὅπλο προσεγγίσεως καί κατανόησης τοῦ μυστηρίου ὄχι μόνο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τῆς Σταυρώσεως, τῆς Ταφῆς, τῆς Ἀναστάσεως, τῆς Ἀναλήψεως, τῆς Πεντηκοστῆς, τῆς Δευτέρας Παρουσίας, τῆς ἄλλης ζωῆς, τῶν μεγίστων αὐτῶν μεταφυσικῶν προβλημάτων ποῦ ταλαιπωροῦν ὅσους σκέπτονται κι ἀδυνατοῦν ἤ δέν θέλουν νά ἀποδεχθοῦν. Στίς ἀπορίες γιά τόν Σαρκωθέντα Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ῥωμανός ὁ Μελωδός δίνει τήν δική του ἀπάντηση στό Συναξάρι τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου: «Θεός εἶναι Αὐτός πού γεννήθηκε, ἡ δέ Μητέρα Του εἶναι καί παρθένος. Τί ἄλλο καινούργιο καί μεγαλύτερο εἶδε ἡ πλάση;». Καί ὁ ὑμνογράφος τῶν Αἴνων τῆς Ἑορτῆς συμπληρώνει καταπληκτικά: «…Δέν ἐπιζητεῖται τό μυστήριο ἔρευνα· μέ μόνη τήν πίστη αὐτό ὅλο τό ὑμνολογοῦμε καί τό δοξάζουμε, κρατώντας μαζί Σου Θεοτόκε καί λέγοντες: Ἀνερμήνευτε Κύριε, δόξα σοι» (Αἶνοι Ὄρθρου Χριστουγέννων).
Καί ὅπως ἡ ὑπερρεαλιστική ποίηση δέν προσεγγίζεται μέ τή λογική, ἀφοῦ κατάργησε τή λογική, τό ἴδιο καί τά ὑπερφυσικά φαινόμενα ἤ γεγονότα δέν μποροῦν νά προσεγγισθοῦν μέ τή γνώση πού προσπορίζει στόν ἄνθρωπο ὁ ἐγκέφαλος. Τοῦτο παρατηρώντας ἡ Δυτική Ἐκκλησία ἀναφωνεῖ γιά τό Μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Λόγου μαζί μέ τόν Τερτυλλιανό: «Το πιστεύω, ἐπειδή εἶναι παράλογο» (Credo, quia absurdum est)! Τί διορθώνει ὅμως ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή; «Το πιστεύω, ἐπειδή εἶναι ὑπέρλογο!».
Ναί, ἀδελφοί, καί ἡ Ἐκκλησία μας μέ τό στόμα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου διαπρύσια διακηρύττει: «Πῶς νά ἐρευνήσω ὅτι ὁ ἄσαρκος σαρκώνεται, ὅτι ὁ Λόγος παίρνει υλική ὑπόσταση, πῶς νά ἀσπασθῶ βλέπετε, ὁ ἀναρχος δηλαδή αὐτός πού δέν ἄγγιζε τόττε, ἰδοῦ ψηλαφᾶται;». Καί ψάλλει μάλιστα τά Χριστούγεννα:
«Αὐτός πού δέν χωρᾶ πουθενά, πῶς χώρεσε στή γαστέρα τῆς Μητρός Του; Αὐτός πού εἶναι στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα Του, πῶς ἀναπαύεται στήν ἀγκάλη τῆς Μητρός Του;».
«…Ποῖος εἶδε ποτέ τέτοια γέννα;» (Καθίσματα Ὄρθρου Χριστουγέννων).
Πράγματι, ὁ ἄνθρωπος εἶναι σέ θέση νά ἐννοήσει καί νά χαρεῖ τό ὑπέρλογο, τό μυστήριο –νά ζήσει τό θαῦμα μόνο ὅταν ἀπαλλαγεί καί λυτρωθεῖ ἀπό τό βάσανο τῆς γνώσεως, τῆς γνώσεως ἐκείνης πού ὁδηγεῖ στήν ἄγνοια καί ἡ ἄγνοια στήν ἀμφιβολία, στήν ἀπιστία, στήν ἄρνηση. Αὐτό μᾶς τό βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ ὑμνογράφος τῆς ἑορτῆς:
«Ἀλλά ὅπου βούλεται ὁ Θεός, νικᾶται ἡ φυσική τάξη, νικῶνται οἱ νόμοι τῆς φύσεως» (Καθίσματα Ὄρθρου Χριστουγέννων).
Ἐμεῖς, γι’ αὐτά τά Χριστούγεννα ἀς ἀκολουθήσουμε τήν πρόσκληση τοῦ λαμπροῦ μας ὑμνογράφου: «Ἐλάτε νά δοῦμε, πιστοί, πού γεννήθηκε ὁ Χριστός. Ἀς ἀκολουθήσουμε, λοιπόν, ἐκεῖ ποῦ μᾶς ὁδηγεῖ ὁ ἀστέρας…» (Καθίσματα Ὄρθρου Χριστουγέννων).
Εὐλογημένα καί πανευφρόσυνα Χριστούγεννα!







