Η ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων, με τίτλο : «Οι επιδόσεις των ελληνικών ξενοδοχείων το 2021» παρουσιάστηκε την Παρασκευή.
Με βάση τα ευρήματα της έρευνας, διαπιστώνεται ότι το 2021 λειτούργησε το 96% των ελληνικών ξενοδοχείων, με μέση πληρότητα 68% και μέση τιμή του δίκλινου δωματίου τα 68 ευρώ. Τρία στα τέσσερα ξενοδοχεία ανοίξανε μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου, ενώ ο συνολικός τζίρος τους ανήλθε σε 5,48 δισ. ευρώ, δηλαδή 35% χαμηλότερος από τον αντίστοιχο τζίρο του 2019.
Επιπλέον η έρευνα αναδεικνύει πως παρά τη σημαντική μείωση των βασικών μεγεθών τους, τα ελληνικά ξενοδοχεία συνεχίζουν σταθερά την προσφορά τους στην ελληνική οικονομία και κοινωνία. Συγκεκριμένα, κατάφεραν να συγκρατήσουν την απασχόληση - προφανώς και με την βοήθεια των κρατικών εργαλείων - η οποία καταγράφει ποσοστιαία μείωση μόλις 6%. Ταυτόχρονα, οι επενδύσεις σε ανακαινίσεις υφισταμένων μονάδων ανήλθαν στα 830 εκατ. ευρώ, μειωμένες μόνον κατά 16% έναντι του 2019, δείχνοντας και πάλι την ισχυρή επενδυτική στρατηγική του κλάδου προς την ποιοτική αναβάθμιση αλλά και τα έντονα πολλαπλασιαστικά οφέλη του τζίρου των ξενοδοχείων στην ελληνική οικονομία.
Σχόλιο του Προέδρου της ΠΟΞ, Γρ. Τάσιου
"Το Ελληνικό Ξενοδοχείο θα συνεχίσει να δέχεται πιέσεις ολόκληρο το 2022, όπως φάνηκε ξεκάθαρα από την τελευταία έρευνα του ΙΤΕΠ και του ΞΕΕ που αποτυπώνει την πραγματική κατάσταση στον κλάδο, με στοιχεία που δεν αμφισβητούνται. Τρία χρόνια πανδημίας και (πλέον) με έκρηξη του ενεργειακού κόστους, του πληθωρισμού και των ανατιμήσεων σε βασικά αγαθά, είναι βέβαιο ότι θα ξαναζήσουμε «μνημονιακά τουριστικά χρόνια», εάν δεν εισακουστούν οι προειδοποιήσεις μας και δεν ληφθούν εγκαίρως όχι οριζόντια, αλλά στοχευμένα μέτρα για τη διάσωση επιχειρήσεων, τα οποία έχουμε επανειλημμένα προτείνει. Εκτός από τα ξενοδοχεία 5 αστέρων που είχαν τη μεγαλύτερη ανάκαμψη σε σχέση με το 2019, οι τζίροι συνολικά στη φιλοξενία παραμένουν σημαντικά μειωμένοι, μετά από ένα αρνητικό 2020 και έπεται συνέχεια… Η πλειοψηφία των τουριστικών μας επιχειρήσεων στενάζει από την έλλειψη ρευστότητας, όπως έδειξε και το τεράστιο έλλειμα ταμειακών διαθέσιμων εξαιτίας μειωμένων προκαταβολών, οι οποίες παραμένουν παράλληλα εξαιρετικά ασταθείς.
Προσωπικά εκτιμώ ότι θα χρειαστούν έως και πέντε χρόνια από την αρχή της υγειονομικής κρίσης, ώστε να «ανασάνει» το Ελληνικό Ξενοδοχείο, άποψη την οποία συμμερίζονται οι περισσότεροι άνθρωποι του κλάδου. Η αλλαγή της τιμολογιακής πολιτικής στα συμβόλαια με τους t.o.΄s προς το συμφέρον του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, της βιωσιμότητας επιχειρήσεων και της διατήρησης θέσεων εργασίας είναι επιβεβλημένη, όταν το κόστος λειτουργίας έχει εκτιναχθεί με αυξήσεις που αγγίζουν ήδη ποσοστά έως και 15% - 20% (υγειονομικά πρωτόκολλα, τιμολόγια στο ρεύμα, πρώτες ύλες, προμήθειες, καύσιμα θέρμανσης - κίνησης κλπ). Ειδικά τα ξενοδοχεία συνεχούς λειτουργίας, ορεινά και πόλεων, θα χρειαστούν σίγουρα ένα νέο κεφάλαιο κίνησης, αφού δέχθηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα από την εξέλιξη της πανδημίας, τους περιορισμούς και τη στασιμότητα που επικρατεί στη διοργάνωση συνεδρίων - εκδηλώσεων, όπως και στα επαγγελματικά ταξίδια".